Τιμή και Δόξα στον Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη
Πραγματοποιήθηκε με απόλυτη επιτυχία από τους Σύλλογους των Απανταχού εκ του Ν. Καρδίτσας καταγομένων και των Απανταχού Μαυρομματιανών της Καρδίτσας «Ο Καραϊσκάκης» στις 11 Ιουν.2017, στο Ηρώο του Αρχιστρατήγου Γεώργιου Καραϊσκάκη στο Ν. Φάληρο το ετήσιο μνημόσυνο του Ήρωα Συμπατριώτη μας .
Η εκδήλωση ήταν πολύ προσεκτικά οργανωμένη και ικανοποίησε απόλυτα τους παρευρεθέντες. Από πλευράς του Συλλόγου μας παρέστησαν ο Πρόεδρος Κώστας-Πολυχρόνης Τίγκας και το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Νικόλαος Ξυνόπουλος. Στεφάνι κατέθεσε Νικόλαος Ξυνόπουλος ενώ ο Πρόεδρος του Συλλόγου εκφώνησε την ομιλία για τον σεβαστό και αγαπητό Συμπατριώτη Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στους εκλεκτούς Προέδρους Κώστα Κουσαή και Θωμά Ζούμπο αλλά και στα πολύ σημαντικά μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων για την πρωτοβουλία τους αυτή. Όλοι εμείς οι Συμπατριώτες σας, σας ευχαριστούμε.
Κατωτέρω παραθέτουμε το κείμενο της ομιλίας.
Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης
ο «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης»
Πανοσιολογιότατε εκπρόσωπε του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Πειραιώς και Φαλήρου,
Κύριε πρώην Πρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων,
Κύριε Ευρωβουλευτά,
Κύριοι εκπρόσωποι των κομμάτων,
Κύριε Πρόεδρε του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά,
Κύριε εκπρόσωπε του Α/ΓΕΣ,
Κυρίες και Κύριοι εκπρόσωποι Πολιτιστικών Συλλόγων,
Κύριε Πρόεδρε των Απανταχού Καρδιτσιωτών,
Κύριε Πρόεδρε των Μαυρομματιανών της Αθήνας,
συμπατριώτισσες και συμπατριώτες,
φίλες και φίλοι,
ήρθαμε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε ένα ακόμη άξιο τέκνο της Θεσσαλικής γης, τον Ήρωα Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης, o φιλόνικος και αθυρόστομος επαναστάτης, γεννήθηκε τo 1782, νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά της Άρτας, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια, γι’ αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς». Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος.
Οι πρώτοι του βιογράφοι είτε δεν αναγράφουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές όπως ότι γεννήθηκε σε σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σε μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας Η επιτροπή που συνέστησε το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927, προκειμένου να επιλύσει το θέμα της γενέτειράς του, κατέληξε στην επίσημη αναγόρευση του Μαυρομματίου ως γενέτειρας του Καραϊσκάκη.
Παρ’ όλα αυτά το 1997, στα πλαίσια του σχεδίου Καποδίστριας, αποφασίστηκε να δοθεί το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» σε νεοσύστατο δήμο του νομού Άρτας στον οποίο υπάγεται έως σήμερα η Σκουληκαριά και το 2005 με Προεδρικό διάταγμα καθιερώθηκε επίσημα στη Σκουληκαριά Άρτας δημόσια εορτή τοπικής σημασίας προς τιμή του Γεωργίου Καραϊσκάκη εντείνοντας περαιτέρω τη διαμάχη ως προς τον τόπο γέννησης του ήρωα.
Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του Καραΐσκος, που έφερε ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Ίσκος ή Καραΐσκος, Καράς επειδή ήταν μελαμψός. Πρόκειται για σύνθετη λέξη από το τουρκικό kara (μαύρος) και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.
Στην παιδική του ηλικία έλαβε το προσωνύμιο το Καραϊσκάκι δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο, λόγω της ορφάνιας του και της παραμέλησής του από τον πατέρα και τα αδέλφια του. Ο ίδιος υπέγραφε επίσημα Καραΐσκος όπως φαίνεται και στη σφραγίδα του του 1816.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Έζησε μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε στα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, έκανε τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης.
Ο Καραϊσκάκης έγινε περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Μεγαλώνοντας σε δύσκολες συνθήκες με πολλές στερήσεις, όταν έγινε 15 χρόνων έφτιαξε δικό του κλέφτικο σώμα με παιδιά της ηλικίας του και άρχισε τις κλεψιές στις γύρω περιοχές αλλά κυρίως στους Τούρκους. Με τα χρόνια καταφέρνει να αποκτήσει εμπειρία σε διάφορα κλέφτικα σώματα.
Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάκτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:
“Αν με αναγνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη “.
Συλλαμβάνεται από τον Αλή πασά δεν εκτελείται όμως γιατί ο πασάς εκτίμησε την ευστροφία και εξυπνάδα του. Μένει για λίγο στη φυλακή και μετά ο πασάς τον τοποθετεί στην προσωπική του φρουρά. Εκεί εκπαιδεύτηκε στα όπλα και στον πόλεμο. Σύντομα όμως εγκαταλείπει τον Αλή και το 1802 σε ηλικία 23 ετών κατατάσσεται στο σώμα του Κατσαντώνη.
Περνούν τα χρόνια, παντρεύεται και κάνει οικογένεια. Παντρεύτηκε την Εγκολπία Σκυλοδήμου από γνωστή οικογένεια των αρματωλών και απέκτησε την Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα και αργότερα απέκτησε την Ελένη και τον Σπύρο, την επιμέλεια των οποίων όταν πέθανε άφησε στον ανηψιό του Μήτρο Σκυλοδήμο.
Έτσι το 1821 λαμβάνει μέρος σε συμπλοκή με το Τούρκικο τμήμα του Ισμαηλ-Πάσα-Πλιάσα στην οποία και πληγώθηκε. Το 1822 πολέμησε στον Αγ. Βλάση νίκησε με απώλειες των Τούρκων 800 ανδρών. Από τις κακουχίες προσβλήθηκε από φυματίωση από την οποία και ταλαιπωρήθηκε στον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του.
Το ήθος και ο χαρακτήρας του αποδεικνύονται από 2 επεισόδια που είχε με τον πόλεμο με τους Τούρκους. Στο πρώτο που κατάφερε να εντυπωσιάσει τον Κιουταχή στη Γαλλική ναυαρχίδα τον Αύγουστο του 1826 μετά την μάχη του Χαϊδαρίου και με παρουσία του Ναύαρχου Δεριγνί, στην οποία αντιμετώπισε με υψηλό φρόνημα πολιτικού και με διπλωματικό τρόπο τις προτάσεις του Τούρκου αρχιστράτηγου ο οποίος τον θαύμασε για το θάρρος του και το δεύτερο επεισόδιο που έγινε τον Φεβρουάριο του 1827 όταν πέρασε το στρατό του, μέσα από το τούρκικο στρατόπεδο τη νύχτα χωρίς απώλειες και πήγε και ενίσχυσε το Δίστομο που πολιορκούνταν. Μετά από αυτό οι Τούρκοι έλυσαν την πολιορκία και έφυγαν πανικόβλητοι αφήνοντας όλες τους τις αποσκευές τους.
Στις 22/04/1827 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης σκοτώνεται στη μάχη του Φαλήρου. Σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες την ώρα του θανάσιμου τραυματισμού του βρισκόταν πάνω στο άλογο του και έδινε κουράγιο στους πολεμιστές του. Οι φήμες μιλούσαν πως πιθανόν να πυροβολήθηκε από Έλληνα στρατιώτη και όχι από Τούρκο. Σύμφωνα πάντως με την ιατροδικαστική εξέταση το βόλι φαίνεται να προήλθε από την κατεύθυνση των Τούρκων.
Από μικρός υπέφερε από φυματίωση και τακτικά κατέφευγε σε γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε τον στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις. Η Μαριώ θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την επιστημονική έρευνα.
Ο Καραϊσκάκης ήταν γνωστός για τις βωμολοχίες που χρησιμοποιούσε αδιακρίτως· ακόμη και για την οικογένειά του και τον ίδιο. Ιδιαίτερα την περίοδο της Επανάστασης οι ύβρεις που εκτόξευε εναντίον των στρατιωτικών του αντιπάλων, των Μουσουλμάνων εκπροσώπων της Οθωμανικής εξουσίας, δήλωναν την ανατροπή της μέχρι τότε τάξης πραγμάτων, της κοινωνικής ιεραρχίας που βασιζόταν στην ανωτερότητα των Μουσουλμάνων επί των Χριστιανών ζιμμήδων. Ζιμμήδες (κατά λέξη προστατευόμενοι) ονομάζονταν οι μη Μουσουλμάνοι υπήκοοι των ισλαμικών πολιτικών εξουσιών, οι οποίοι τελούσαν ανεμπόδιστα τα της θρησκείας τους και απολάμβαναν της κρατικής προστασίας ως προς τη ζωή και την περιουσία τους έναντι της αποδοχής της ισλαμικής κυριαρχίας. Σε ό,τι αφορά την πολιτική και κοινωνική ζωή είχαν λιγότερα δικαιώματα από ό,τι οι Μουσουλμάνοι.
Η συμπεριφορά αυτή του Καραϊσκάκη ήταν σύμφωνη με το αίσθημα ανωτερότητας που η εθνική ιδέα και η συμμετοχή στην Επανάσταση χάριζαν στους πολεμιστές απέναντι στους μέχρι πρότινος κοινωνικά ανώτερους τους αντιπάλους τους.
Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις οθωμανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα το Νοέμβριο του 1822, ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα “δικαιώματα” θα τα έστελνε ο ίδιος σ’ εκείνους».
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε από την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» δηλαδή μικρές οχυρώσεις, όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς έφθασαν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι, διορισμένοι από τη Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), Κόχραν ως «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων» και Τσωρτς, ως «διευθυντής χερσαίων δυνάμεων», προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση.
Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τη μορφολογία και τις δυνατότητες της περιοχής. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν στην ουσία τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, που τελικά ήταν ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι, όπως έλεγε». Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ωκύπους(Γοργοπόδαρος), με τόλμη που άγγιζε τα όρια του παραλογισμού, ο Καραϊσκάκης πολεμούσε στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων. Ο έμπειρος αρχικλέφτης Κολοκοτρώνης -συνήθιζε να παρακολουθεί τις μάχες με κιάλι από ψηλές κορυφές και γενικώς δεν λέρωνε τα χέρια του με αίματα- τον ορμηνεύει δια χειρός του γραμματικού Μιχάλη Οικονόμου:
«Αδελφέ και παιδί μου Καραΐσκάκη. Καθ’ α μανθάνω από ερχόμενους, εις ασκόπους αψιμαχίας και ακροβολισμούς ματαίους, τους οποίους, ως ανωφελείς και επιζημίους μάλιστα, και να απαγορεύεις πρέπει, ου μόνον τους άλλους αλλά και τον εαυτόν σου εις ταύτα εκθέτεις. Το να φονεύονται τινές στρατιώται εν τοιαύταις, κακόν μεν και τούτο. Αλλ” εάν φονεύονται και οπλαρχηγοί, άνευ ανάγκης ή σπουδαίου τινός λόγου, και το υπ” αυτούς σώμα, μικρόν ή μεγάλον, μένει ακέφαλον, τότε αυτό όλον γίνεται νεκρόν και άχρηστον. Το βόλι του εχθρού σκοπεύει και κυνηγεί ως επί το πλείστον τους διακρινόμενους ως αξιωματικούς, και δεν διακρίνει, ούτε εντρέπεται, ούτε σέβεται ή φοβείται τινά. Πρόσεχε τον Καραισκάκην! Όχι διά τον Καραϊσκάκην αυτόν καθεαυτόν, αλλά διά την πατρίδα, εις την οποίαν ανήκει και είναι πολύ χρήσιμος! Αν ο Θεός μη το δώσει (ο λόγος θάνατον δε φέρνει!) κτυπηθείς συ, ήξευρε ότι στρατόπεδον ελληνικόν εις την Ανατολικήν Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών δεν υπάρχει.[…]
Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων. Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε. Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε.
Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη κάθισε σταυροπόδι και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθοριστικός παράγοντας για την καταστροφή στο Φάληρο ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του Καραϊσκάκη. Αλλά είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών, οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή».
Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, «εν αρχή της επαναστάσεως ο Καραϊσκάκης είναι ουδέν άλλο, ειμή είς των παλαιών κλεπτών και αρματωλών, ους παρεσκεύασεν η προηγούμενη εποχή κοινά έχων προς τους πλειοτέρους αυτών τα τε προτερήματα και τα ελαττώματα, και τη αλήθεια προς πολλούς εξ αυτών παραβαλλόμενος, πλειότερα ίσως αναδεικνύων τα ελαττώματα ή τα προτερήματα• οι τρόποι του είναι βάναυσοι, οι λόγοι πολλάκις αισχροί, η ηθική αξία της κυβερνητικής του έθνους ενότητος, ακατάληπτος έτι αυτώ• η όλη φιλοτιμία του περιορίζεται εις το να λάβη το αρματωλίκι των Αγράφων. Άλλα περί το 1825, ο αυτός άνθρωπος, ανυψούται βαθμηδόν υπέρ το κοινόν μέτρον των κατά την Ρούμελην συναδέλφων αυτού, φέρων εις μέσον αξιώσεις υψηλοτέρας και γενναιοτέρας… Ο γιός της καλογριάς ήταν αλαβάστρινο βάζο (αγγείον αλαβάστρινον) και η ομορφιά του μπορούσε να αναδειχθεί μόνο με τη φωτιά μέσα του… Τοιούτος ήτο και ο Καραϊσκάκης. Οι φλόγες του Αγώνα, οι έσχατοι κίνδυνοι της πατρίδας και η φιλοτιμία ανέδειξαν πράγματι το πατριωτικό ανάστημα του ανδρός. Λίγο πριν οι τύχες του αγωνιζόμενου έθνους περάσουν οριστικά στα χέρια των πολιτικών, ο μεγάλος επαναστάτης θα συλλάβει βαθύτερα το νόημα του εθνικού απελευθερωτικού Αγώνα: «Η πατρίς είναι μία· παντού είναι ο αυτός αγών· ή Ρούμελη ή Πελοπόννησος, το ίδιο κάνει!»
Του έλεγε ο Β. Μπουντούρης: “Δεν έκαμες έως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου προς την πατρίδα, Καραϊσκάκη. Ο Θεός να σε φωτίση να το κάμης από εδώ και εμπρός“. Ο Καραϊσκάκης απαντά: “Δεν το αρνούμαι. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος. Και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος“. Και πράγματι κράτησε το λόγο του.
Σεβαστέ μας Συμπατριώτη – Αρχιστράτηγε Καραϊσκάκη οι Σύλλογοι των Απανταχού εκ του Ν. Καρδίτσας καταγομένων και Απανταχού Μαυρομματιανών Καρδίτσας «Ο Καραϊσκάκης» με πρωτοβουλία του εκλεκτών Προέδρων Κώστα Κουσαή και Θωμά Ζούμπου και των εκλεκτών μελών των Διοικητικών Συμβουλίων αλλά και όλοι εμείς οι Συμπατριώτες σου, μα και όλοι οι Έλληνες σε τιμάμε και σε θυμόμαστε σήμερα και πάντα.
Θα θυμόμαστε πάντα την υποθήκη σου, «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα» και αυτό αγαπημένε μας Συμπατριώτη – Αρχιστράτηγε Καραϊσκάκη για την Ελλάδα την Ελλάδα μας που αγαπάμε, την Ελλάδα μας που το δικαιούται, την Ελλάδα μας που της αξίζει, την Ελλάδα μας που της το οφείλουμε και ειδικά ΣΗΜΕΡΑ.
Αυτός ήταν Κυρίες και Κύριοι σε μια πολύ σύντομη αποτύπωση ο Συμπατριώτης μας Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης «Ο Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης» κατά τον Κωστή Παλαμά.
Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ
Τιμή και Δόξα στον Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη Τιμή και Δόξα στον Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη Τιμή και Δόξα στον Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη Τιμή και Δόξα στον Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη Τιμή και Δόξα στον Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη